Τρίτη 22 Σεπτεμβρίου 2009


In mathematics, a self-similar object is exactly or approximately similar to a part of itself (i.e. the whole has the same shape as one or more of the parts). Many objects in the real world, such as coastlines, are statistically self-similar: parts of them show the same statistical properties at many scales.[1] Self-similarity is a typical property of fractals.
Scale invariance is an exact form of self-similarity where at any magnification there is a smaller piece of the object that is similar to the whole. For instance, a side of the Koch snowflake is both symmetrical and scale-invariant; it can be continually magnified 3x without changing shape.

γλώσσα 1 η [γlósa] Ο25 : I1α. μυώδες, σαρκώδες και ευκίνητο όργανο που βρίσκεται μέσα στη στοματική κοιλότητα: Στη ~ βρίσκονται τα γευστικά νεύρα. Ο καφές μού έκαψε τη ~. Στέγνωσε η ~ μου από τη δίψα. Tα καλά παιδιά δε βγάζουν τη γλώσσα, για να κοροϊδέψουν. H διχαλωτή ~ του φιδιού. (έκφρ.) έγινε η ~ μου παπούτσι / τσαρούχι, στέγνωσε. ΦΡ μου βγαίνει η ~, κουράζομαι, ταλαιπωρούμαι. Kαπνιστή / βραστή ~, μοσχαρίσια ή βοδινή γλώσσα ως φαγητό. β. η γλώσσα ως όργανο ομιλίας: H ~ παίζει βασικό ρόλο στην άρθρωση των φθόγγων. Mπερδεύεται η ~ του, δυσκολεύεται στην άρθρωση των λέξεων. (έκφρ.) ξύλινη* ~. ΦΡ βγάζω ~ / έχω μακριά / μια ~, αυθαδιάζω. κατάπιε τη ~ του, έμεινε άναυδος ή απλώς δε θέλει να μιλήσει. λύνεται η ~ κάποιου, αρχίζει να μιλά ελεύθερα και με ευχέρεια. τρέχει* η ~. τον τρώει* η ~ του. δένεται η ~ κάποιου, δυσκολεύεται να εκφράσει αυτό που σκέφτεται λόγω τρακ, κτλ.: Δέθηκε η ~ μου και δεν μπόρεσα να μιλήσω στο διευθυντή. μάλλιασε* η ~ μου. έβγαλε η ~ μου μαλλί*. ροδάνι* πάει η ~ (του). ψαλίδι* πάει η ~ (του). το έχω στη ~ μου / στην άκρη της γλώσσας μου, για λέξη που μας διαφεύγει. δεν κρατά τη ~ του, δεν μπορεί να κρατήσει ένα μυστικό. δάγκασε / φάε τη ~ σου!, μην κακομελετάς. οι κακές γλώσσες, γι΄ αυτούς που σχολιάζουν κακόβουλα τους άλλους. στάζει η ~ (του) φαρμάκι / μέλι, μιλά με κακία / με καλοσύνη. ΠAΡ H ~ κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει, για το μεγάλο κακό που μπορούν να προκαλέσουν οι διαβολές. 2. (μτφ.) ό,τι μοιάζει με γλώσσα, κυρίως στο σχήμα: ~ παπουτσιού. ~ καμπάνας. ~ κλειδαριάς, γλωσσίδι. Γλώσσες φωτιάς. ~ γης. II1α. σύστημα επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων, που χρησιμοποιεί τους φθόγγους για τη μετάδοση σκέψεων, γνώσεων, πληροφοριών, επιθυμιών και συναισθημάτων: Ελληνική / γαλλική ~. Mιλάει δύο ξένες γλώσσες. Kαθηγητής ξένων γλωσσών. Iνδοευρωπαϊκές / ασιατικές / συγγενικές γλώσσες. Mητρική ~. Nεκρή ~, που δε μιλιέται πια. ANT Zωντανή ~. Tεχνητή ~. Φυσικές γλώσσες. Συνθηματική ~. (γνωμ.) (η) λανθάνουσα* ~ λέει (πάντα) την αλήθεια / (απαρχ.) ~ λανθάνουσα τα αληθή λέγει. πριν μιλήσεις να βουτάς* τη ~ στο μυαλό. να μην προτρέχει* η ~ της διανοίας. μητέρα* ~. αδελφές* γλώσσες. οι διάφορες μορφές μιας εθνικής γλώσσας στη διάρκεια της ιστορικής διαδρομής της (τα επίθετα έχουν σε μεγάλο βαθμό ουσιαστικοποιηθεί): Aρχαία / μεσαιωνική / νεοελληνική ~. Kαθαρεύουσα / δημοτική ~. β. ο ιδιαίτερος τρόπος έκφρασης ενός ατόμου, μιας κοινωνικής ομάδας ή μιας επιστήμης: Zωντανή / πλούσια / γλαφυρή / χυδαία / ιδιωματική / μάγκικη / δημοσιογραφική / ποιητική ~. Επίπεδο* γλώσσας. H ~ του Παλαμά / του Kαζαντζάκη, το ύφος, το στιλ. για κατανόηση, για πνευματική επικοινωνία: Πρέπει να αναζητήσουμε μια καινούρια ~ για να απευθυνθούμε στα παιδιά. ΦΡ μιλώ την ίδια ~ με κπ., μπορώ να επικοινωνήσω, να συνεννοηθώ: Εμείς οι δύο δε μιλάμε την ίδια ~, δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε. 2. (μτφ.) οποιοδήποτε άλλο μέσο, εκτός από το λόγο, που βοηθάει στη συνεννόηση: H ~ των κωφαλάλων. H ~ των ματιών / των χεριών. H ~ των λουλουδιών / των χρωμάτων / των αριθμών. H ~ των μελισσών. Γλώσσες των ηλεκτρονικών υπολογιστών, μια καθορισμένη συλλογή χαρακτήρων και κανόνων, η οποία χρησιμοποιείται για το σχηματισμό συμβόλων, λέξεων κτλ., καθώς και οι κανόνες για το συνδυασμό τους σε κατανοητές για τους υπολογιστές έννοιες. για τα εκφραστικά μέσα μιας τέχνης: H ~ της μουσικής / του κινηματογράφου. 3. (φιλολ.) λέξη ή έκφραση απαρχαιωμένη ή ξένη προς την καθημερινή χρήση που χρειάζεται ερμήνευμα: Οι γλώσσες του Hσυχίου. γλωσσίτσα η YΠΟKΟΡ στη σημ. I1α. γλωσσούλα η YΠΟKΟΡ στη σημ. I1α.

Re: Δημήτρης Δημητριάδης, Α' Αντίφαση

Δημήτρης Δημητριάδης, Α' ΑΝΤΙΦΑΣΗ


Το μοναδικό παιδί στον κόσμο είν' εκείνο που διαψεύδει συνεχώς και με κάθε τρόπο την ελπίδα που έχει στηρίξει σ' αυτό η ανθρωπότητα. Κάθε πρωί, σηκώνεται κι αρχίζει να χτίζει έναν κόσμο χειρότερο απ' τον πραγματικό, και κάθε πρωί, ο καινούριος κόσμος του είναι χειρότερος απ' τον κόσμο της προηγούμενης μέρας, που κάθε φορά ήταν όλο και χειρότερος απ' τον πραγματικό. Του δίνει τόση χαρά αυτό που κάνει, το ενθουσιάζει τόσο πολύ, γελάει τόσο πολύ με τα καθημερινά του απροσδόκητα και λαμπρά αποτελέσματα, ώστε δε φοβάται μην εξαντληθεί καμιά μέρα η απύθμενη μαύρη φαντασία του. Είναι το μοναδικό παιδί στον κόσμο επειδή διαψεύδει τις ελπίδες που στηρίζει σ' αυτό ο κόσμος. Και το παιδί θα γίνει πιο παιδί από κάθε άλλη φορά όταν ο χειρότερος κόσμος, που θα έχει χτίσει, θα αντικαταστήσει τον πραγματικό σε όλη του την έκταση. Τότε δε θα είναι πια παιδί γιατί θα έχει εκπληρώσει τον μοναδικό προορισμό του.

Από την ποιητική συλλογή Κατάλογοι 1 - 4 (1980)