Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου 2011

"Ο Δον Διαμαντόν & το ασπρόμαυρο δάσος"

Το Σάββατο 10 Σεπτεμβρίου, φοιτητές του Τμήματος συμμετείχαν στο "Νυχτέρι αφήγησης στο φεγγαρόφωτο" που οργάνωσε ο Σύλλογος "Θεατροδρόμιο στο Ναύπλιο" στην παραλία της Αρβανιτιάς στις 1ο.οο μ.μ. .Συμμετείχαν με το παραμύθι που έφτιαξαν οι ίδιοι οι φοιτητές: "Ο Δον Διαμαντόν & το ασπρόμαυρο δάσος".

Οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα και καταστάσεις δεν είναι τυχαία!



O Δον Διαμαντόν και η ασπρόμαυρη χώρα

Μια φορά κι έναν καιρό, σε χρόνο που κανείς δεν ξέρει, και σε τόπο που χάνονται τα ίχνη του ανάμεσα στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, υπήρχε ένα ξακουστό για την ομορφιά του βασίλειο. Σ’ αυτό το βασίλειο κυβερνούσε η οικογένεια των Δον Διαμαντιών. Οι οικογένεια όμως αυτή, είχε ένα κουσούρι. Ήταν όλοι τους ασπρόμαυροι! Οι ίδιοι δεν μπορούσαν να καταλάβουν γιατί αυτοί είχαν μονάχα άσπρο, μαύρο και γκρι επάνω τους! Πίστευαν ότι γι’ αυτό οι υπήκοοί τους τους κορόιδευαν. Έτσι αποφάσισαν ότι θα έπρεπε να κάνουν όλο το βασίλειο ασπρόμαυρο, ώστε να μην διαφέρουν. Γι’ αυτό το σκοπό , πήγαν σε μια γριά μάγισσα που ήξερε όλα τα μαγικά της γης, του αέρα και του νερού, και της ζήτησαν να κάνει κάτι γι’ αυτό.

- “Α, είναι πάρα πολύ εύκολο ” απάντησε εκείνη. “Θα σας δώσω αυτό εδώ το φιαλίδιο και όταν ανοίξετε το καπάκι, ένα αέριο θα απλωθεί σε όλο το βασίλειό σας. Και τότε, όλα τα χρώματα θα πάψουνε να υπάρχουνε και όλα θα γίνουν άσπρο, μαύρο και γκρι.”

Οι Δον Διαμαντιών φύγανε καταενθουσιασμένοι, γιατί το μόνο πράγμα που είχανε να κάνουνε , ήταν να βγουν στο μεγάλο τους μπαλκόνι, και ν’ ανοίξουν το φιαλίδιο. Έτσι κι έκαναν. Ένας γκρι καπνός βγήκε και όσο απλωνόταν στον ουρανό, τόσο τα χρώματα χάνονταν, ώσπου εξαφανίστηκαν εντελώς, μέχρι το τέλος του ορίζοντα. Όλα μέσα στο βασίλειο των Δον Διαμαντιών έγιναν άσπρα, μαύρα και γκρι.

Αυτό έγινε πάρα πολύ παλιά και η ομορφιά αυτού του βασιλείου ξεχάστηκε απ’ όλους. Πέρασαν μήνες, χρόνια, αιώνες και μετά και άλλα χρόνια, και άλλοι μήνες, μέρες, ώρες ώσπου φτάσαμε κάπου ανάμεσα στο σήμερα και στο τώρα*. Υπάρχει όντως ένα βασίλειο, όπου βασιλεύει το άσπρο, το μαύρο και το γκρι. Σ’ αυτό, μετά από πολλές γενεές των Δον Διαμαντιών, βασιλεύει ο Δον Διαμαντόν. Αυτός ο βασιλιάς έκρυβε στα έγκατα του παλατιού του ένα μεγάλο αδαμαντωρυχείο. Καθ’ ότι όλα ήταν άχρωμα, ξερά και ανιαρά, το βασίλειο δεν είχε να παράγει τίποτα άλλο, παρά μόνο διαμάντια. Τα διαμάντια αυτά βέβαια ήταν άσπρα, μαύρα και γκρι. Τα εξόρυζε και τα έστελνε μακριά, σε μια άγρια και σκοτεινή μεριά του δάσους, να τα παίρνουνε τα μικρά ζώα και να τα επεξεργάζονται. Να τα ξεχωρίζουν ανάλογα με τα τρία τους χρώματα, και να τα βάζουνε σε μεγάλα σακιά για να μπορούνε να τα στέλνουμε και να τα πουλούν σε άλλα βασίλεια.

Μια μέρα, που ήταν όμοια με τις πρηγούμενες, τα ζώα ήταν στην καλύβα τους και ξεχώριζαν τα διαμάντια. Μια πρωτοφανής όμως κακοκαιρία ξεκίνησε. Από το πουθενά μεγάλες στάλες βροχής άρχισαν να πέφτουν στην καλύβα. Βροντές ακουγόντουσαν κι έτριζαν τα πάντα στο άκουσμά τους. Και κεραυνοί… Κεραυνοί; Πρωτάκουστο! Δεν υπάρχουν κεραυνοί σε αυτό το βασίλειο! Δεν ήξερε κανείς τί ήταν κεραυνός. Ξαφνικά, εκεί που τα σακιά ήταν τοποθετημένα έξω στην αυλή, έτοιμα να μεταφερθούν σε κάποιο ξένο βασίλειο και να πωληθούν, έπεσε ένας τέτοιος κεραυνός! Τα τσουβάλια έλιωσαν και τα διαμάντια κόπηκαν στη μέση. Τη στιγμή αυτή μια άγνωστη λάμψη ξέφυγε από μέσα τους. Τη λάμψη αυτή δεν την είχαν ξαναδεί ποτέ τους τα ζώα! Τι όμορφη! Βγήκαν όλα τα χρώματα του κόσμου, σαν ένα φωτεινό ουράνιο τόξο! Έτσι λοιπόν, για πρώτη φορά τα ζώα , είδαν ότι υπάρχουν και άλλα χρώματα, διαφορετικά από το άσπρο, το μαύρο και το γκρι! Κατάλαβαν πως, αν πάρουν τα διαμάντια και αρχίσουν να τα επεξεργάζονται μ’ έναν τρόπο διαφορετικό, δηλαδή να τα σκαλίζουνε, να τα συνδυάζουνε, να τα τρίβουνε, ν' αρχίσουν να τους δίνουν σχήματα και μορφές, τότε μ’ έναν περίεργο και μαγικό τρόπο, αυτά θα βγάζανε χρώματα! Και αυτά τα χρώματα μπορούσαν και έντυναν και τα ίδια τα ζώα. Έγιναν κόκκινα, κίτρινα, πορτοκαλί... ό, τι χρώμα θα μπορούσε να φανταστεί κανείς. Έντυσαν και την καλύβα τους, τα δέντρα έγιναν ξανά πράσινα και καφέ, τα λουλούδια γίνανε πολύχρωμα, κι έτσι σιγά σιγά όλο το ασπρόμαυρο βασίλειο άρχισε να γίνεται πλουμιστό παρδαλό!

Αυτά τα χρώματα έφτασαν κάποια στιγμή και στο παλάτι του Δον Διαμαντόν! Εκείνος καθόταν ήσυχος. Δεν χρειαζόταν τίποτα. Είχε τους υπηκόους του να δουλεύουνε γι’ αυτόν. Ξαφνικά ένα χρώμα έσκισε την ηρεμία του. Πέρασε αστραπιαία από μπροστά του. Ταράχτηκε.

- “Τι είναι αυτό;” αναρωτήθηκε. “Δεν θυμάμαι να το έχω ξαναδεί. Μόνο κάτι ιστορίες των προγόνων μου σαν να μιλούσαν για κάτι τέτοιο. Τόσο διαφορετικό και τόσο… χρωματιστό!! Α παπαπα, δεν θέλω ούτε να το σκέφτομαι!».

Υποψιάστηκε ότι κάτι στραβό συνέβαινε με τα διαμάντια. Έτσι λοιπόν, ως καλός και δίκαιος βασιλιά, έβγαλε ένα διάταγμα: “ Όποιο ζώο δεν ακολουθεί πιστά τις οδηγίες μου για την επεξεργασία των διαμαντιών, τότε θα εξορίζεται από το βασίλειο!” Και μαζί με αυτό μοίρασε μαύρα γυαλιά σε όλη την επικράτεια. Οι κοντινοί του υπήκοοι και αυτοί που βρίσκονταν μέσα στο παλάτι, τα φόρεσαν.

- «Ααα! Ωραία! Τώρα έγιναν όλα όπως πριν!», άρχισαν να λένε. “Ορίστε! Άσπρο, μαύρο και γκρι! Εδώ είμαστε! Δεν χρειαζόμαστε τίποτα άλλο».

Τα ζωάκια όμως, αφού έμαθαν ότι υπήρχαν τα χρώματα, δεν είχαν καμία διάθεση να ζήσουνε χωρίς αυτά. Άρχισαν να βοηθούν το ένα το άλλο και να δημιουργούν! Να φτιάχνουνε πίνακες, να ζωγραφίζουν, άρχισαν να ονειρεύονται πολύχρωμους κόσμους, η φαντασία τους απογειώθηκε και γέμισαν το μυαλό τους με ιστορίες και εικόνες, που ποτέ άλλοτε δεν είχαν σκεφτεί πριν γνωρίσουνε τα χρώματα. Έτσι λοιπόν, αποφάσισαν ότι σε καμία περίπτωση δεν θα έβαζαν τα μαύρα γυαλιά που κάποιοι άλλοι τα είχαν ήδη φορέσει. Ο Δον Διαμαντόν κατάλαβε ότι ο αγώνας του ήτανε δύσκολος. Πώς θα μπορούσε να κάνει τόσα πολλά ζώα να φορέσουνε γυαλιά και να μην βλέπουνε τα χρώματα; Δεν μπορούσε να εξορίσει τόσα πολλά ζώα, γιατί αλλιώς δεν θα έμενε κανένα στην επικράτειά του , να επεξεργάζεται τα διαμάντια, και να μπορεί έπειτα να τα πουλά σε άλλες χώρες . Θα περίμενε λοιπόν την κατάλληλη στιγμή.

Πέρασαν δύο μήνες από τότε που τα μικρά ζώα του δάσους και το ίδιο το δάσος ντύθηκαν μέσα στα χρώματα. Και ήρθε η στιγμή να γιορτάσουν την επέτειο των χρωμάτων. Γιορτή! Τραγούδια, χοροί, μουσικές, παιχνίδια, εκθέσεις με πίνακες ζωγραφικής, με ποιήματα ζωγραφιστά και φαγητά πολύχρωμα και ευωδιαστά. Τα πάντα ήταν ανθισμένα!

- “Αυτή είναι η στιγμή που θα πρέπει να δράσω” είπε ο Δον Διαμαντόν. Κι έδωσε διαταγή στους υποηκόους με τα μαύρα γυαλιά να σπεύσουν να χαλάσουν την γιορτή. Τα ζωάκια εντωμεταξύ χαίρονταν και συμμετείχαν στην επέτειο, όπως μπορούσε το καθένα. Όλα γελούσαν και ήταν ευτυχισμένα. Ξαφνικά ένας στρατός με μαυροφορεμένους γυαλοφόρους, υπηκόους του Δον Διαμαντόν, εμφανίστηκε μπροστά τους. Μαύρη σκόνη σηκώθηκε.

- “Είμαστε οι υπήκοοι με τα μαύρα γυαλιά και ήρθαμε να καταστρέψουμε την γιορτή σας.”

- “Τη δικιά μας την γιορτή; Γιατί να το κάνετε αυτό;” ρώτησαν τα ζώα.

- “Γιατί τα χρώματα είναι... χρώματα και... είναι διαταγή του βασιλιά. Γι 'αυτό!”

-“Γιατί δεν βγάζετε τα μαύρα γυαλιά και να 'ρθείτε μαζί μας; Κοιτάξτε πόσο έχει βελτιωθεί η ζωή μας, πόσο χαρούμενοι και δημιουργικοί είμαστε! Πόσο αναπτύξαμε δεξιότητες και η σκέψη μας, δεν έχει νιώσει πότε άλλωτε τόσο ελεύθερη όσο τώρα!

- “Δεν καταλαβαίνουμε εμείς από αυτά! Τα πολλά τα χρώματα μας μπερδεύουν.” απάντησαν ξερά εκείνοι.

Κι εκεί που τα ζώα κοιτούσαν με απορία το ένα το άλλο, οι υπήκοοι με τα μαύρα γυαλιά βγάλανε ένα σπρέϋ και φσσςςς, άρχισαν να ψεκάζουνε τους πάντες και τα πάντα. Ήτανε το Σπρέϋ της Αχρωματοψίας.

- “Δεν μπορείτε να ξεφύγετε από το Σπρέϋ της Αχρωματοψίας! Ό,τι και να κάνετε, θα ξαναμαυρίσετε, θα ξανασπρίσετε και θα ξαναγκριζίσετε!” έλεγαν γελώντας άγρια οι υπήκοοι με τα μαύρα γυαλιά.

Και αυτό ήταν αλήθεια. Τα χρώματα άρχισαν σιγά σιγά να ξεθωριάζουν, έφυγε το ροζ, έφυγε και το γαλάζιο, έφυγαν το μοβ και το χακί, εξαφανίστηκαν όλα. Οι μικροί μας φίλοι είχαν μείνει σοκαρισμένοι και δεν ήξεραν τί να κάνουνε. Οι υπήκοοι με τα μαύρα γυαλιά βάλανε φωτιά σε όλα όσα τα μικρά ζώα είχαν δημιουργήσει. Όλα έγιναν στάχτη. Ασπρόμαυρη στάχτη. Και αφού ολοκλήρωσαν το έργο τους επέστρεψαν θριαμβευτές πίσω στο παλάτι του Δον Διαμαντόν.

Τα μικρά ζώα σκεφτόντουσαν τί θα μπορούσαν να κάνουν. Το καλό ήταν ότι παρ' όλο που τα χρώματα φύγανε από πάνω τους και μείνανε μονάχα οι στάχτες των δημιοργημάτων τους, ήξεραν ότι αυτές οι στάχτες έκρυβαν μνήμη. Τις μάζεψαν όλες λοιπόν, από κάθε καμμένο πίνακα και παρτιτούρα, από κάθε λουλούδι και φαγητό, και τις έβαλαν σε ένα μεγάλο μαύρο κουτί.

- “Αυτό θα είναι το δώρο μας που θα πάμε στον Δον Διαμαντόν” είπαν και ξεκίνησαν για το παλάτι.

Εκεί βεβαίως συνάντησαν φρουρούς.

- “Αλτ! Πού νομίζετε ότι πάτε; Εδώ είναι το παλάτι του βασιλιά”.

- “Είμαστε τα ζώα που είχαμε γίνει χρωματιστά. Καταλάβαμε ότι κάναμε λάθος που βάλαμε λίγο χρώμα στη ζωή μας κι επειδή ο βασιλιάς ήταν αυτός, που μας έκανε να καταλάβουμε το λάθος μας, θέλουμε να του κάνουμε ένα δώρο για να του δείξουμε την ευγνωμοσύνη μας.”

- “Δώρο, Τι δώρο; Να ελέγξουμε! ” λένε καχύποπτοι οι φρουροί και ανοίγουνε το μεγάλο μαύρο κουτί.

- “Μεταφέρετε μονάχα στάχτες. Καλώς. Μπορείτε να περάσετε”.

Τα ζώα ικανοποιημένα προχώρησαν, αλλά πιο κάτω συνάντησαν και δεύτερους φρουρούς.

- “Αλτ! Πού πηγαίνετε;”

- “Έχουμε ένα δώρο για τον βασιλιά” απάντησαν και τους εξήγησαν το λόγο που βρίσκονταν εκεί.

- “ Να δούμε πρώτα τί έχει αυτό το μαύρο κουτί.” είπαν και πάλι οι καχύποπτοι φρουροί. Το έλεγξαν, όπως και οι προηγούμενοί τους και τελικά τους άφησαν να περάσουν. Πέρασαν και τρίτη και τέταρτη και πέμπτη φορά από φρουρούς. Όλοι τους άφησαν να προχωρήσουν , διότι το μόνο που κουβαλούσαν ήταν ένα μαύρο κουτί με ασπρόμαυρες στάχτες.

Φτάνουνε λοιπόν, μπροστά στον βασιλιά Δον Διαμαντόν.

- “Τι δουλειά έχετε εσείς εδώ; Γιατί δεν είστε στην καλύβα σας να ταξινομείτε τα διαμάντια;” τους είπε με αυστηρότητα.

- “ Αγαπημένε μας βασιλιά”, απάντησαν εκείνα, “καταλάβαμε το λάθος μας να χρησιμοποιήσουμε χρώματα στη ζωή μας και σου φέραμε ένα δώρο, ως ένδειξη μετανοίας. Τώρα όλα είναι πιο απλοϊκά και σε ευχαριστούμε.”

- “Δώρο, σ' εμένα; Πρώτη φορά μου κάνουνε δώρο. Το εκτιμώ και σας συγχωρώ. Τι δώρο μου φέρατε;”

- “ Καλώς να ορίσεις και να το δεις μόνος σου” του απάντησαν τα ζώα.

Εκείνος πλησίασε το μαύρο κουτί, το άνοιξε και είδε τις στάχτες. Μαύρες στάχτες, που όμως μέσα τους έκρυβαν το πολύχρωμο παρελθόν τους. Τότε, όλα τα ζωάκια που είχαν μαζευτεί μπροστά στον βασιλιά, χωρίς να χάσουνε στιγμή, άρχισαν να φυσούν με όλη τους τη δύναμη προς το κουτί. Και οι στάχτες σηκώθηκαν στον αέρα. Κάλυψαν τον βασιλιά και πήγαν και ακόμα πιο πέρα. Κάλυψαν τον θρόνο του, τις σκάλες, τα χαλιά, τις κολόνες, κάλυψαν τους φρουρούς, κάλυψαν τους πάντες και τα πάντα και ξαφνικά όλα πήραν ξανά χρώμα. Ο Δον Διαμαντόν όμως, ήταν από μια γενιά ασπρόμαυρων και ήταν ο μόνος που δεν πήρε χρώμα. Σάστισε! Οι υπήκοοί του έσπευσαν αμέσως να βγάλουν από τις τσέπες τους τα μαύρα γυαλιά, αλλά από περιέργεια, άρχισαν ν' ακουμπούν τα χρώματα. Ν' ακουμπάνε το γαλάζιο, το ροζ, το κίτρινο, όλα τα χρώματα με την σειρά. Και μαντέψτε! Τους άρεσε! Τους άρεσε να είναι μέσα στα χρώματα. Και τότε όλοι στράφηκαν με άγριο βλέμμα προς τον βασιλιά. Ο Δον Διαμαντόν, όπως καταλαβαίνετε, έμεινε μόνος του.

- “ Τί να κάνω τώρα;” αναρωτήθηκε. “Είναι όλοι χρωματιστοί και εναντίον μου! Είμαι ο μόνος ασπρόμαυρος. Δεν έχω θέση εγώ ανάμεσά τους! Και τότε συνειδητοποίησε, πως ό,τι και να έκανε, όσο σκληρά μέτρα κι αν έπαιρνε, θα έβλεπε συνέχεια χρώματα μπροστά του. Πάντοτε κάποιοι θα πίστευαν και θα καταφέρνανε να φέρουνε και πάλι τα χρώματα στις ζωές όλων. Ενώ εκείνος θα έμενε ο μόνος ασπρόμαυρος. Λυπημένος αποφάσισε να φύγει κάπου όπου κανείς δεν θα μπορούσε να τον βρει.

- “ Δον Διαμαντόν, μη φεύγεις!” του φώναξαν χαμογελώντας του τα ζωάκια. “Ανάμεσα στα χρώματα είναι και το μαύρο και το άσπρο και το γκρι. Μείνε μαζί μας και θα δεις, ότι όλοι μαζί θα καταφέρουμε και πάλι να κάνουμε το βασίλειο μας φιλόξενο και όμορφο!”

Ο Δον Διαμαντόν όμως, είχε πάρει ήδη την απόφασή του. Αποφάσισε να αυτοεξοριστεί , γιατί ο ίδιος, όπως και οι προηγούμενοι Δον Διαμαντιών, είχαν στερήσει από τα ζώα την ελευθερία να βλέπουν όνειρα χρωματιστά και μάλιστα να τα ζουν, όπως έκαναν τώρα. Δεν μπορούσε να το ξεχάσει. Τους ευχαρίστησε λοιπόν κι έφυγε για κάπου, όπου κανείς μας μέχρι στιγμής δεν ξέρει.

Και ζήσαν τα ζωάκια αδελφωμένα κι εμείς...

Συντονιστικό Κατάληψης

Τμήματος Θεατρικών Σπουδών Ναυπλίου

Σάββατο 10 Σεπτεμβρίου 2011

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου